- δουλικότητα
- ησυμπεριφορά δουλικού, η δουλοπρέπεια: Φέρεται με δουλικότητα στον προϊστάμενό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δουλικότητα — η η ιδιότητα τού δουλικού, η δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δουλικότης μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγ. Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
κατάπτωση — η (Α κατάπτωσις) [καταπίπτω] 1. πτώση προς τα κάτω, πέσιμο, γκρέμισμα 2. ιατρ. πλήρης ή σοβαρή απώλεια τών σωματικών δυνάμεων, εξάντληση 3. παρακμή, μαρασμός, ξεπεσμός νεοελλ. 1. εξασθένηση τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, κατάθλιψη, αθυμία… … Dictionary of Greek
ραγιάδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραγιά 2. αυτός τού οποίου οι τρόποι και η συμπεριφορά έχουν δουλικότητα ή δηλώνουν υποταγή, δουλοπρεπής, αναξιοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραγιάδες, πληθ. τού ραγιάς + κατάλ. ικος (πρβλ. φαγάδ ικος,… … Dictionary of Greek
ραγιαδισμός — ο, Ν η ιδιότητα και η συμπεριφορά τού ραγιά, δουλικότητα, αναξιοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραγιάδες, πληθ. τού ραγιάς + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Μενέδημος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος και ιδρυτής της ερετριακής σχολής (338; – 265 π.Χ.). Γεννήθηκε στην Ερέτρια και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας στα Μέγαρα παρακολούθησε μαθήματα του Στίλπωνα και… … Dictionary of Greek
δουλοπρέπεια — η δουλική συμπεριφορά, δουλικότητα, δουλοφροσύνη: Η στάση του δείχνει δουλοπρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δουλοφροσύνη — η δουλοπρέπεια, δουλικότητα, δουλική συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθελοδουλία — η η θεληματική υποταγή, δουλικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραγιαδισμός — ο η συμπεριφορά του ραγιά (βλ. λ.), η δουλικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)